Πριν φτάσουμε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου θα σταματήσουμε στον τόπο ταφής του Ν. Καζαντζάκη,
ενός διανοούμενου διεθνούς φήμης που σφράγισε με την οξύτητα του πνεύματος
και το έργο του την ιστορία του τόπου, τον οποίο τίμησαν οι σπουδαστές της
Ακαδημίας.
Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
«Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και
φόβο. Μα το χέρι μου ήταν σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου κι
αντρειευόμουν. Μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίριο, με μια φαρδιά αυλή κι ένα
κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα. Το χέρι μου άρχισε να
τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή φούχτα. Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά
μου, με χάιδεψε:
-Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος. Ο δάσκαλος πρόβαλε στο
κατώφλι. Κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος.
- Ετούτος είναι ο γιος μου, του ‘πε ο πατέρας μου.
- Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παράδωκε στο δάσκαλο.
- Το κρέας δικό σου του ‘πε, τα κόκαλα δικά μου. Μη τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάνε
τον άνθρωπο.
- Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη. Έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους,
είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.»
(Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο)
Υπήρξε άνθρωπος παθιασμένος με τη ζωή, πολίτης του κόσμου, ταξιδευτής και
πνεύμα διερευνητικό, και ανήσυχο. Αγάπησε τον άνθρωπο και τον έβαλε πάνω απ'
όλα, δε δίστασε να εναντιωθεί στο κοινωνικό κατεστημένο και να παλέψει για να
υπερασπιστεί τις ιδέες του. Διώχθηκε πολλές φορές για τις πεποιθήσεις του. Σε μια
τέτοια ψυχή που δεν είχε συνηθίσει να βολεύεται, δεν θα ταίριαζε να ταφεί σε άλλη
τοποθεσία παρά μόνο σε αυτή, που βεβαίωνε τη φράση του: «Πέρα από το νου,
στον ιερό γκρεμό της καρδιάς, ακροποδίζω τρέμοντας. Το ένα μου πόδι αδράχνεται
από το σίγουρο χώμα, το άλλο ψάχνει στα σκοτεινά απάνω από την άβυσσο.»
(Ν. Καζαντζάκης, Ασκητική)